χρωμάτισμα

χρωμάτισμα
το , χρωμάτισμός ο
1) окрашивание, окраска; раскрашивание; расцвечивание; 2) окраска, цвет; расцветка;

ζωηρός χρωμάτισμός — яркая расцветка;

3) перен. краски, выразительность, красочность;
4) перен. окраска; оттенок (ток. муз. );

χρωμάτισμός τού λόγου — стилистическая окраска слова;

5) жив. колорит;
6):

ο χρωμάτισμός — хроматизм


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "χρωμάτισμα" в других словарях:

  • χρωμάτισμα — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χρωματίζω, το να δίνει κανείς χρώμα σε κάτι, βάψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρωματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Αντώνιο Φατσέα] …   Dictionary of Greek

  • χρωμάτισμα — το, ατος η πράξη του χρωματίζω, το βάψιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ίωσις — ἴωσις, ἡ (Α) 1. καθάρισμα από πρόσμιξη ή επίδραση ξένων ουσιών («ἴωσις χρυσοῦ», πάπ.) 2. χρωμάτισμα, βαφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰῶ (Ι) «σκουριάζω» η σημ. τής λ. δικαιολογείται από το ότι το καθάρισμα γινόταν με οξείδωση] …   Dictionary of Greek

  • αποχρωματίζω — 1. τελειώνω το χρωμάτισμα 2. εξαλείφω ή αλλάζω το χρώμα κάποιου πράγματος 3. αποχαρακτηρίζω …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • χρωμάτωση — η, Ν [χρωματώ] 1. χρωμάτισμα, βαφή 2. αλλαγή τού συνήθους χρώματος τού δέρματος 3. η αρχική επάλειψη ζωγραφικού πίνακα με λαδομπογιά για να δοθεί η εντύπωση τού βάθους …   Dictionary of Greek

  • χρωματισμός — Στη μουσική σημαίνει διαδοχή ήχων, ακόμα και της ίδιας βαθμίδας της μουσικής κλίμακας, που διαφοροποιούνται με τη χρήση ορισμένων σημείων, τα οποία αλλοιώνουν το τονικό ύψος των φθόγγων οξύνοντας ή βαρύνοντάς το κατά ένα τόνο ή ημιτόνιο. Τέτοια… …   Dictionary of Greek

  • χρώση — η / χρῶσις, ώσεως, ΝΜΑ χρωμάτισμα, χρωματισμός, βάψιμο νεοελλ. 1. χρώμα, χροιά 2. βιολ. τεχνική που επιτρέπει τη βαφή ιστών και οργάνων με την εμπότιση ιστών, κυττάρων και κυτταρικών οργανιδίων με διάφορες χρωστικές ουσίες για μικροσκοπική… …   Dictionary of Greek

  • βάψιμο — το 1. το μπογιάτισμα, το χρωμάτισμα: Το βάψιμο των μαλλιών είναι της μόδας. 2. το φτιασίδωμα: Το έντονοβάψιμο κάνει τις γυναίκες να φαίνονται γελοίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θώριασμα — το, ατος χρωμάτισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπογιά(ν)τισμα — το το βάψιμο, το χρωμάτισμα: Με το μπογιάτισμα το σπίτι θα φαίνεται πιο καθαρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»